- καταπίνονται
- καταπί̱νονται , καταπίνωgulppres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
INDIA — regio Asiae amplissima, inter Indum fluv. Plin. l. 5. c. 28. et l. 6. c. 20. Strabo l. 1. p. 64. l. 2. p. 87. l. 15. p. 680. 690. et 697. Herod. l. 4. c. 44. ad Occ. a quo nomen habet, et Serum ad Ort. a Sinis separantem, inlongum extensa Oceano… … Hofmann J. Lexicon universale
κατάποτον — κατάποτον, τὸ (Α) 1. καταπότι, χάπι 2. στον πληθ. τὰ κατάποτα πράγματα που καταπίνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτον (< ποτόν < ποτός < πίνω), πρβλ. ηδύ ποτον, φιλτρό ποτον] … Dictionary of Greek
γαστρόφιλος ή γαστερόφιλος — (gastrophilus). Γένος εντόμων της οικογένειας των οιστριδών. Πρόκειται για τριχωτά έντομα σκούρου χρώματος με διαφανή φτερά που φτάνουν σε μήκος περίπου 12 14 χιλιοστά. Είναι διαδεδομένα σχεδόν σε ολόκληρη την υδρόγειο, γνωστά και ως οίστροι των… … Dictionary of Greek